μάζα

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

German (Pape)

[Seite 80] ἡ, od. richtiger nach Drac. p. 72. 100 μᾶζα, wie Bekker überall schreibt, eigtl. das Geknetete, von μάσσω, bes. Gerstenbrot, Her. 1, 200; Archil. 56; μάζας γενναίας, Plat. Rep. II, 372 b; ἐμοῦ μᾶζαν μεμαχότος, wie wir sagen »Einem Etwas einbrocken«, mit Anspielung auf μάχη, μάχομαι, Ar. Equ. 55 u. öfter; φυστή, Vesp. 610; ἄρτους, μάζας nennt er neben einander, Eccl. 606, vgl. Plut. 192; sie werden auch sonst unterschieden, vgl. Ath. IV, 137 e; daher sprichwörtlich ἀγαθὴ καὶ μᾶζα μετ' ἄρτον, Zenob. 1, 12; ἐπὶ τῶν τὰ δευτερεῖά τισι διδόντων; vgl. Achaeus bei Ath. VI, 270 e; Xen. Cyr. 1, 2, 11. 6, 2, 28 u. Folgde; κυρβαίη, ἀμολγαίη s. unter diesen Wörtern. Vgl. nach Ath. XIV, 663 b; nach den VLL. ursprünglich ἡ τροφὴ ἀπὸ γάλακτος καὶ σίτου.

French (Bailly abrégé)

v. μᾶζα.

Greek Monolingual

η (AM μᾱζα, Α και μάζα και δωρ. τ. μάδδα)
1. όγκος, σωρός («μᾱζα χρυσοῦ», Ιώσ.)
2. σβώλος
νεοελλ.
1. ζύμη αλεύρου, φύραμα
2. ημίρρευστο σώμα, πολτός («τα μακαρόνια έβρασαν πολύ και γίνανε μια μάζα»)
3. φυσ. φυσικό μέγεθος που ορίζεται ως μέτρο της αδράνειας ενός σώματος και αποτελεί θεμελιώδη ιδιότητα της ύλης
4. φρ. «σχετικιστική μάζα»
φυσ. η μάζα που αποδίδεται σε ένα κινούμενο σώμα σύμφωνα με την ειδική θεωρία της σχετικότητας
5. (συν. πληθ.) οι μάζες
το πλήθος του λαού, ιδίως οι εργαζόμενες τάξεις
αρχ.
1. παξιμάδι ή κομμάτι από πίτα διαφορετικής πυκνότητας και σκληρότητας με κύριο συστατικό το κρίθινο αλεύρι
2. έδεσμα από τριμμένο σιτάρι ή κριθάρι μουσκεμένο σε γάλα, κρασί ή νερό
3) το αμάλγαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μᾶζα έχει παραχθεί από θ. μαγ- (πρβλ. μαγῆναι, παθ. αόρ. του μάσσω) + επίθημα -ζα. Η ποσότητα του μακρού -- του τ. παραμένει ανερμήνευτη, παρ' ότι έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οφείλεται σε μια αμάρτυρη έρρινη μορφή μάγγ-ζα. Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο δεν είναι αποδεκτή. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. massa).
ΠΑΡ. αρχ. μαζηρός, μαζύγιον, μαζώ
αρχ.-μσν.
μαζίον, μαζίσκη
μσν.
μαζάριον
μσν.- νεοελλ.
μαζώνω
νεοελλ.
μαζικός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μαζοποιός
αρχ.
μαζαγόας, μαζαγρέτας, μαζοβόλιον, μαζονόμος, μαζοπέπτης, μαζούσιος, μαζοφάγος, μαζοφορίς. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αμυγδαλόμαζα, χαρτόμαζα, χιονόμαζα].

Russian (Dvoretsky)

μάζα: и μᾶζα
1 тесто Her.;
2 лепешка, ячменный хлеб (μᾶζαι καὶ ἄρτοι Plat.): μ. ἀμολγαίη Hes. молочный хлеб, сдобная лепешка.