μεταρρίπτω

Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

   A toss from side to side, ἑωυτόν Hp.Epid.7.10, cf. Thphr.Ign.53.    2 turn upside down, πάντα μεταρρίπτει θεός Simon. 62 ( = Com.Adesp.383); τὰ καλῶς πεπηγότα μ. D.25.90.    II bring over, ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Plb.18.13.8, cf. 30.7.2, al.; μ. τὴν διάνοιαν ἐπί . . turn one's mind to... Phld. Vit.p.17 J.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρρίπτω: μέλλ. -ψω, μεταστρέφω, «ἀναποδογυρίζω», Σιμωνίδ. 43, Δημ. 797. 11· παρασύρω ἐκ τῆς μιᾶς μερίδος εἰς τὴν ἑτέραν, Πολύβ. 17. 13, 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 renverser, changer de fond en comble;
2 faire passer d’un parti dans un autre.
Étymologie: μετά, ῥίπτω.

Greek Monolingual

μεταρρίπτω (ΑΜ)
1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο
αρχ.
παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.).

Greek Monotonic

μεταρρίπτω: μέλ. -ψω, στρέφω πάνω-κάτω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μεταρρίπτω:
1) досл. переворачивать, опрокидывать, перен. разрушать (τὰ καλῶς πεπηγότα Dem.; τὴν δοκοῦσαν εὐημερίαν Plut.);
2) уводить, переводить (τινὰ ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Polyb.).