παλίρρυτος

Revision as of 08:05, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A = παλίρροος, π. αἷμα flowing in retribution, prob. for πολύρρυτον in S.El.1420(lyr.); π. παγαί, of honey, dub. in Philox.3.8 (μελιρρύτοισι Mein.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρρῠτος: -ον, = παλίρροος· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον (ἀντὶ πολύρρυτον) κατ’ ἀνταπόδοσιν (πρβλ. ὑπεξαιτέω)· ἐν Φιλοξ. παρ’ Ἀθην. 643Β, - ὁ Meineke μελιρρύτοισι. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίρρυτον. εἰς τοὐπίσω ἑλκόμενον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(sang) versé par représailles.
Étymologie: πάλιν, ῥύομαι.

Greek Monolingual

παλίρρυτος και παλίνρυτος, -ον (Α)
παλίρρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αλί-ρρυτος].

Greek Monotonic

πᾰλίρρῠτος: -ον, = παλίρροος· εκδικητικός, σε διάσταση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρρῠτος: текущий назад, т. е. мстящий за себя (αἷμα Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρρυτος -ον [πάλιν, ῥέω] teruggestroomd; overdr. vergeldend:. παλίρρυτον … αἷμα ter vergelding vergoten bloed Soph. El. 1420.