τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de βλάπτω.
βλάβεν: Επικ. αντί ἐβλάβησαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του βλάπτω.
βλάβεν: тж. ἔβλαβεν эп. 3 л. pl. aor. 2 к βλάπτω.