ἔβλαβεν

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de βλάπτω.

Greek Monotonic

ἔβλᾰβεν: Επικ. αντί -ησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του βλάπτω.