βρωμολόγος

Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, Luc.Pseudol.24.

German (Pape)

[Seite 467] Stinkreden führen, Luc. Pseudol. 24.

Greek (Liddell-Scott)

βρωμολόγος: -ον, ὁ βρωμεροὺς λόγους λέγων, αἰσχρολόγος, Λουκ. Ψευδολ. 24.

Spanish (DGE)

-ον
de habla fétida palabra ridiculizada por Luc.Pseudol.24.

Greek Monolingual

βρωμολόγος, -ον (Α)
αυτός που λέει βρόμικους λόγους, ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρώμος (II) + -λογος < λόγος.

Russian (Dvoretsky)

βρωμολόγος: ὁ сквернослов Luc.