αισχρολόγος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

ο (Α αἰσχρολόγος)
αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισχρός + λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ
νεοελλ.
αισχρολογικός].

Translations