βρώμος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

(I)
βρῶμος, ο (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.
(II)
βρῶμος, ο και βρόμος, ο (Α)
κακοσμία, βρόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρόμος (II)].