στρατιωτικῶς
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
French (Bailly abrégé)
adv.
en soldat;
Cp. στρατιωτικώτερον.
Étymologie: στρατιωτικός.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτιωτικῶς: 1) по-солдатски (ζῆν Isocr.);
2) по-военному (χρῆσθαι τῇ τύχῃ Polyb.);
3) для сухопутного сражения (οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι Thuc.).