ἰδιοποιέομαι
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
German (Pape)
[Seite 1236] steh zu eigen machen, sich zueignen, D. Sic. 5, 13 u. a. Sp.; auch neben εἰς εὔνοιαν προσαγαγέσθαι, sich befreunden, D. Sic. 15, 29. – Bei Galen. auch act., einzeln thun.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιοποιέομαι: 1) присваивать себе, делать своим (τὰς κατὰ τὴν Τυρρηνίαν κειμένας νήσους Diod.);
2) склонять на свою сторону (τινα Diod.).