κορίνθιος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α κορίνθιος, -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -άδος) Κόρινθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Κορίνθιος, η Κορίνθια ή η Κορινθία ή η Κορινθιάς
ο ή η κάτοικος της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η προς Κορινθίους επιστολή» β. «οὐ Κορινθίων τοῡ δημοσίου ἐστὶν ὁ θησαυρός», Ηρόδ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κορινθία
ο νομός της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ άκρο της (α. «η Κορινθία έχει μεγάλη παραγωγή σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», Ξεν.).
επίρρ...
κορινθίως (Α)
κατά κορινθιακό τρόπο, κατά τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», Ιώσ.).