Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-η, -ο
1. αυτός που κοιμήθηκε συνέχεια, χωρίς ανεπιθύμητη διακοπή στον ύπνο του
2. εκείνος από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς
3. το αρσ. ως ουσ. ο αξύπνητος
ο θάνατος
4. μτφ. ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.