στεριανός
From LSJ
-ή, -ο, Ν
1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή
αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. -ανός (πρβλ. χωρι-ανός)].