στεριανός

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

-ή, -ο, Ν
1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή
αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. -ανός (πρβλ. χωρι-ανός)].