στεριά

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ξηρά, ήπειρος («στη στεριά δεν ζει το ψάρι», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεά, θηλ. του επιθ. στερεός με συνίζηση].