αεράκι

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

και αγεράκι, το αέρας
1. ελαφριά πνοή ανέμου, απαλός άνεμος, αύρα
2. φρ. «έπιασε» ή «έβαλε» ή «σήκωσε αεράκι», ἀρχισε να φυσάει ελαφρά.