Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοσκινιστής

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α
1. αυτός που κοσκινίζει
2. το θηλ. η κοσκινίστρα
πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].