πανιώνιος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-α, -ο / πανιώνιος, -ία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Ίωνες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Πανιώνιον
ιερό άλσος στους πρόποδες του όρους Μυκάλη στην Ιωνία, στο οποίο υπήρχε και ναός του Ελικωνίου Ποσειδώνος, όπου συνερχόταν το συνέδριο τών πληρεξουσίων τών δώδεκα ιωνικών πόλεων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πανιώνια
(ενν. ιερά) εορτή που τελούσαν όλοι οι Ίωνες σε συνδυασμό με γυμνικούς αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνος στο ιερό άλσος Πανιώνιον της Μυκάλης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο Πανιώνιος
α) προσωνυμία του Απόλλωνος
β) προσωνυμία του αυτοκράτορα Αδριανού
γ) είδος αμφορέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + Ἴωνες].