ενδόκαρπος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που καρποφορεί εσωτερικά
2. το ουδ. ως ουσ. τα ενδόκαρπα
τα κνιδόζωα τών οποίων τα γεννητικά προϊόντα παράγονται από το ενδόδερμα.