Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ενδόκαρπος

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που καρποφορεί εσωτερικά
2. το ουδ. ως ουσ. τα ενδόκαρπα
τα κνιδόζωα τών οποίων τα γεννητικά προϊόντα παράγονται από το ενδόδερμα.