κνιδόζωα
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
Greek Monolingual
τα
ζωολ. σημαντικό φύλο υδρόβιων, κυρίως θαλάσσιων, ασπόνδυλων ζώων, που περιλαμβάνει γνωστές μορφές, όπως τις μέδουσες, τους υδροπολύποδες, τα κοράλλια, τις θαλάσσιες ανεμώνες κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cnidaria < cnid- (πρβλ. κνίδη «τσουκνίδα») + κατάλ. -aria (< λατ. -arius), που αποδίδεται ως -ζωα (< ζώο)].