κλιμακτήριος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

-ο θηλ. και -α κλιμακτήρ
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο
η εποχή της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες και, γενικά, η περίοδος της ζωής κατά την οποία επέρχεται βαθμιαία εξασθένηση και κατάπαυση τών γεννητικών λειτουργιών.