ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
το, Ν1. χρήμα μικρής αξίας2. στον πληθ. τα ψιλικάείδη μικρεμπορίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. ψιλικός].