πυρπολικός

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό
ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο, γεμισμένο με εύφλεκτα υλικά, προσκολλούνταν στα ξύλινα πλοία της εποχής του, αναφλεγόταν και τά πυρπολούσε, κν. μπουρλότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρπολώ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. πυρπολικόν μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].