αεριωθούμενος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο ωθούμενος, κινούμενος με τη βοήθεια αερίων, που εκτοξεύονται από κινητήρες αεριωθήσεως
2. (στην Αερον.) το ουδ. ως ουσ. το αεριωθούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jet propelled].