ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
ο η, το
1. αυτός που έχει το χρώμα της κρέμας
2. (το ουδ.) το κρεμ
το χρώμα της κρέμας, του αφρού του γάλακτος, κιτρινωπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. creme].