μετακάρπιος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μετακάρπιος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το μετακάρπιο(ν)
το τμήμα του σκελετού του χεριού που βρίσκεται μεταξύ του καρπού και τών δακτύλων
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται μεταξύ του καρπού και τών δακτύλων του χεριού («μετακάρπια οστά» — πέντε οστά που αρθρώνονται κεντρικά με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού και περιφερειακά με τις φάλαγγες και αποτελούν το μετακάρπιο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κάρπιος (< καρπός), πρβλ. υπο-κάρπιος].