ολόχρυσος
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, -ον)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον
το φυτό αείζωον το μέγα.