Μελαμπόδειος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
Μελαμπόδειος, -εία, -ον και Μελαμπόδιος, -ία, -ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) Μελάμπους
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα
2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδεια
ποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις του μάντη Μελάμποδος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Μελαμπόδεια
ετήσια εορτή που τελούνταν στα Αιγόσθενα της Μεγαρίδας προς τιμήν του μάντη Μελάμποδος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαμπόδιον
το ποώδες φυτό ελλέβορος
5. φρ. «μελαμπόδειος ἑλλέβορος» — το φυτό μελαμπόδιο.