τουλάχιστον
From LSJ
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
1. (ως επίρρ.) κατ' ελάχιστο όριο, το λιγότερο, αν όχι περισσότερο («θα χρειαστεί τουλάχιστον πέντε μέρες δουλειά»)
2. (ως συγκαταβατικό μόριο) έστω και, καν, οπωσδήποτε
αρχ.
κράση αντί τὸ ἐλάχιστον
το μικρότερο.