ομφαλοτόμος

Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ὀμφαλητόμος, -ον, Α και ὀμφαλοτόμος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ομφαλοτόμος, το ομφαλοτόμο
χειρουργικό εργαλείο για αποκοπή του ομφάλιου λώρου
μσν.-αρχ.
αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ὀμφαλητόμος
(ιων. λ.) μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος. Το -η- του τ. όμφαλητόμος για μετρικούς λόγους].