ομφαλοτόμος
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ὀμφαλητόμος, -ον, Α και ὀμφαλοτόμος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ομφαλοτόμος, το ομφαλοτόμο
χειρουργικό εργαλείο για αποκοπή του ομφάλιου λώρου
μσν.-αρχ.
αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφαλητόμος
(ιων. λ.) μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος. Το -η- του τ. όμφαλητόμος για μετρικούς λόγους].