ὀμφαλητόμος
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ὀμφαλητόμον, cutting the navel-string: as substantive ὀ., ἡ, midwife, Ion. word for Att. μαῖα, Hippon.12 Diehl, Hp.Mul.1.46: also ὀμφᾰλοτόμος, τριγόλας Sophr.66.
German (Pape)
[Seite 343] den Nabel od. die Nabelschnur abschneidend; ἡ όμ φ., Hippocr., ion., = dem att. μαῖα, die Hebamme, vgl. Lob. Phryn. 651.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφαλητόμος: -ον, ὁ κόπτων τὸν τοῦ ὀμφαλοῦ λῶρον· ὡς οὐσιαστ., ὀμφαλητόμος, ἡ, Ἰων. λέξις, ἀντὶ τοῦ Ἀττ. μαῖα, Ἱππ. 608. 55 οὕτως ὀμφαλοτόμος, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 324Ε. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 651.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 319.
Greek Monolingual
ὀμφαλητόμος, -ον (ΑΜ)
βλ. ομφαλοτόμος.