(ΑΜ ἐκπορεύομαι, Α και ἐκπορεύω)προέρχομαι, εκπηγάζω («τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον τὸ ἐκ τοῡ Πατρὸς ἐκπορευόμενον»)αρχ.1. πορεύομαι έξω, βγαίνω έξω2. ἐκπορεύωβοηθώ κάποιον να βγει από κάπου.