εξέτι

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

Greek Monolingual

ἐξέτι και ἐξ ἔτι (Α) έτι
(πρόθεση που συντάσσεται με γενική)
1. ακόμη και από τότε, από εκείνο τον χρόνο
2. φρ. α) «ἐξ ἔτι τοῡ, ὅτε...» — ακόμη και από εκείνο τον χρόνο, όταν... β) «ἐξέτι πατρῶν» — από τον καιρό τών προγόνων, ανέκαθεν.