κορινθιακός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM κορινθιακός, -ή, -όν) Κορινθία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο ή στην Κορινθία ή στους Κορινθίους ή προέρχεται από αυτούς (α. «κορινθιακός πόλεμος» β. «κορινθιακά αγγεία» γ. «κορινθιακή σταφίδα» δ. «κορινθιακό κιονόκρανο» ε. «κορινθιακός ρυθμός» — ο τρίτος και νεώτερος από τους ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής
στ. «ἐν καλῷ μὲν τοῡ Κορινθιακοῡ κόλπου», Ξεν.).