σιλεντιάριος
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και σελεντάριος Μ
αξιωματούχος της Αυλής στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, επιφορτισμένος με την τήρηση της ησυχίας κατά την παρουσία του αυτοκράτορα («σιλεντιάριοι, οἱ βασιλεῑ ἐν παλατίῳ τὰ εἰς τὴν ἡσυχίαν ὑπηρετοῡντες», Προκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. silentiarius (< silentium «σιωπή»)].