σιλεντιάριος
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, σιλεντιάριος και σελεντάριος Μ
αξιωματούχος της Αυλής στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, επιφορτισμένος με την τήρηση της ησυχίας κατά την παρουσία του αυτοκράτορα («σιλεντιάριοι, οἱ βασιλεῖ ἐν παλατίῳ τὰ εἰς τὴν ἡσυχίαν ὑπηρετοῦντες», Προκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. silentiarius (< silentium «σιωπή»)].
Wiktionary EN
silentiary:
1) a person who keeps silent, especially from religious motives.
2) (historical) An official at any of several courts who maintained silence.
Wikipedia EN
Silentiarius, Hellenized to silentiarios (Greek: σιλεντιάριος) and Anglicized to silentiary, was the Latin title given to a class of courtiers in the Byzantine imperial court, responsible for order and silence (Latin: silentium) in the Great Palace of Constantinople. In the middle Byzantine period (8th–11th centuries), it was transformed into an honorific court title.
Translations
ar: سيلنتريوس; ca: silenciari; de: Silentiarius; en: silentiarius; es: silenciario; fr: silentiaire; it: silenziario; pl: silentiarius; pt: silenciário; ru: силенциарий