ἴορκος

From LSJ
Revision as of 01:49, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, ein hirschartiges Thier, vgl. δόρξ, δορκάς, Opp. Cyn. 3, 3, δόρκους ὄρυγάς τε καὶ αἰγλήεντας ἰόρκους, vgl. 2, 296.

Greek (Liddell-Scott)

ἴορκος: ὁ, ἴδε δορκάς.

Greek Monolingual

ἴορκος, ὁ (Α)
η δορκάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από τη Γαλατική (βλ. και λ. δορκάς)].

Frisk Etymological English

Meaning: roe, gazelle
See also: s. δορκάς.