ἔμφωτον

Revision as of 00:50, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

τό,

   A hollow of a cone, Hero *Stereom.1.55.

Spanish (DGE)

-ου, τό
espacio o intervalo vacío que deja pasar la luzde áreas o volúmenes inscritos en cuerpos geom., Hero Stereom.1.55, 57, 60, 76, 77
en edificios vano, intercolumnio Euagr.Schol.HE 4.31.

Greek Monolingual

ἔμφωτον, το (AM)
μσν.
το εύρος, το διάστημα
αρχ.
1. το κοίλο του κώνου
2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα.

Frisk Etymological English

(-ος)
See also: s. φῶς