κίνδαξ

Revision as of 03:12, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 1439] ακος, ὁ, beweglich, VLL., – nach Phot. auch = κίνδυνος.

Greek (Liddell-Scott)

κίνδαξ: -ακος, ὁ, ἡ, = σκίναξ, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

κίνδαξ, -ακος, ό, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος
2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ-αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ- < ki-nd- (μηδενισμένη βαθμίδα ki-της ΙΕ ρίζας kei- «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση -nd-, πρβλ. κίνδυνος) και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. δέλφ-αξ, δόν-αξ). Το ίδιο θ. απαντά και στο ρ. κινδάνω (κινδάνει
κινείται, κερατίζει, Ησύχ.) πιθ. < κίνδω (πρβλ. λιμπάνω < λίμπω)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: εὑκίνητος; κίνδακας εὑκινήτους H.
Compounds: ὀνο-κίνδιος (Eup.), -δας (H.) ass-driver
Derivatives: κινδαύει (κινδάνει Taillardat, s. u.) κινεῖται, κερατίζει H., Κίνδων name of an ὀψοφάγος (Ath. 8, 345c).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: In κινδ- one assumes a derivation from κίω; cf. for the formation ἀλίνδω, κυλίνδω (Persson Beitr. 1, 156). One has also assumed a nasalinfixed κι-ν-δ- as in Lat. fu-n-d-ō ; (Brugmann IF 6, 94 assumed, not convincingly, nasal-less κι-δ-, in Goth. haitan name, call. S. Taillardat Rev. ét. anc. 58, 189ff. with further hypotheses; cf. also Fraenkel Nom. ag. 2, 175 n. 1. Cf. κίνδυνος.- Fur. 291 compares σκίναξ, so the word is Pre-Greek; the word shows beautifully that some forms may closely resemble inherited material. For the variation νδ\/ν cf. Kuiper FS Kretchmer 1956, 216, e.g. ἀθήρ \/ ἀνθέριξ, κίδαφος \/ κινδάφη .