κακκαλία

From LSJ
Revision as of 02:03, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακκαλία Medium diacritics: κακκαλία Low diacritics: κακκαλία Capitals: ΚΑΚΚΑΛΙΑ
Transliteration A: kakkalía Transliteration B: kakkalia Transliteration C: kakkalia Beta Code: kakkali/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.72.    II Mercurialis tomentosa, ib.122, Plin.HN25.135; v. κακαλία.

Greek Monolingual

κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].

Frisk Etymological English

Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.