ὕφεαρ
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
English (LSJ)
αρος (not ᾰτος), τό, Arcadian name for
A mistletoe, Viscum album, growing on the πρῖνος (here = Quercus coccifera), Thphr.HP 3.16.1, CP2.17.1: ὑφέαρ· τὸ ἐπιφυόμενον ταῖς πεύκαις καὶ ταῖς ἐλάταις, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφεαρ: -αρος, (οὐχὶ ᾰτος), τό, Ἀρκαδικὸν ὄνομα εἴδους ἰξοῦ ἐπιφυομένου ταῖς πεύκαις καὶ ἐλάταις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 1· πρβλ. στελίς.