ἀνατολικός

Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A eastern, ἡμισφαίριον Str.2.3.2; στοά J.AJ20.9.7, al.; θάλασσα Epicur.Fr.346b: Comp., Str.2.1.27, Marin.Procl. 36: Sup., Marcian.Peripl.1.6,al.    2 ἀνατολικοί, οἱ, = Orientales, title of a numerus, PFlor.278V1 (iii A.D.).    3 ἀ. χρόνος time occupied in rising, Gem.7.18, Ptol.Alm.2.11; ἀ. φάσεις Ptol.Tetr. 99; but ἀ. σελήνη waxing moon, Xenccr. ap. Orib.2.58.77, Ptol.Tetr. 116.    II Subst. ἀνατολικόν, τό, = κλύμενον, of a flower opening at sunrise, Ps.-Dsc.4.13.

German (Pape)

[Seite 211] aus dem Morgenlande, östlich, Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Σύλλ. Ἐπιγρ. 4450, 4573d, Πλούτ. 2. 888A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
oriental.
Étymologie: ἀνατολή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): ἀντολικός Nonn.D.40.386, Paul.Sil.Soph.201, 354
I 1propio de la salida de un astro χρόνοι Gem.7.18, cf. Ptol.Alm.2.11
de las φάσεις de las estrellas con respecto al sol matutino Ptol.Tetr.2.13.7.
2 creciente σελήνη Ptol.Tetr.3.5.9, Xenocr. en Orib.2.58.77.
II 1oriental πλευρόν Str.2.1.27, δεξιὰ τοῦ κόσμου τὰ ἀ. μέρη Plu.2.888a, τόπος 1Ep.Clem.25.1, πόλεις Ph.2.588, ἡμισφαίριον Str.2.3.2, στοά I.AI 20.220, Ὠκεανός Nonn.l.c., κεραίη Paul.Sil.Soph.201
subst. ἡ ἀ. Oriente St.Byz.s.u. Ἴχναι.
2 subst. τὸ ἀ. la madreselva que se abre por la mañana, Ps.Dsc.4.13.
3 οἱ ἀ. orientales una unidad militar PFlor.278.5.1 (III d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀνατολικός, -ή, -όν) ανατολή
αυτός που ανήκει στην Ανατολή
νεοελλ.
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης
2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰτολικός: восточный (τοῦ κόσμου μέρη Plut.).