κατάλειμμα

Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A remnant, LXXGe.45.7,al.    2 v. κατάλημμα.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, das Uebriggelassene, der Ueberrest, das Ueberbleibsel, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειμμα: τό, ὑπόλοιπον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 13), Γαλην. 14. 456.

English (Strong)

from καταλείπω; a remainder, i.e. (by implication) a few: remnant.

English (Thayer)

καταλειμματος, τό (καταλείπω), a remnant, remains: R G, where it is equivalent to a few, a small part; see ὑπόλειμμα. (the Sept., Galen.)

Greek Monolingual

το (AM κατάλειμμα) καταλείπω
κατάλοιπο, απομεινάρι.

Russian (Dvoretsky)

κατάλειμμα: ατος τό остаток (τὸ κ. σωθήσεται NT).