προσωπολήμπτης
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Russian (Dvoretsky)
προσωπολήμπτης: v. l. = προσωπολήπτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσωπολήμπτης -ου, ὁ [πρόσωπον, λαμβάνω] partijdig.