οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
Celt, Kelt = Κέλτης
Celts, Kelts = Κελτοί, οἱ, Κελταί, οἱ.
Celtic, Keltic, adj.: Κελτικός.