Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
χῶρος, διάλειμμα, ἀραίωμα, μεσηγύ, μεσσηγύ, μεταίχμιον, μεταξύτης, ὑπόφαυσις, διάστασις, διάσπασις, χάλασμα, διάστημα, μέσον, μέσσον, διαφυή