ὑπόφαυσις
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A narrow opening, in the bridge across the Hellespont, Hdt.7.36; in a testudo, Ph.Bel.99.39; αἱ θυρίδες δικτυωταί, ὑποφαύσεις κύκλῳ LXX Ez.41.16.
II ὑποφαύσιας was read for ὑποφάσιας in Hp.Prog.2 by Artemidorus and Dioscurides ap.Gal. 18(2).52, but rejected by Gal. l. c.
German (Pape)
[Seite 1238] ἡ, geringe, unmerkliche Erhellung, durch eine Öffnung, ein Fenster, Her. 7, 36; übh. schmale Öffnung, schmaler Zwischenraum.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
petite ouverture par où pénètre le jour, petite fenêtre.
Étymologie: ὑπό, φαύσκω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόφαυσις: εως ἡ просвет, промежуток, интервал Her.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόφαυσις: ἡ, (ἴδε φαίνω) φῶς φαινόμενον διὰ μέσου μικρᾶς ὀπῆς· ὅθεν καθόλου, στενὸν ἄνοιγμα, Ἡρόδ. 7. 36.
Greek Monolingual
-αύσεως, ἡ, Α
μικρή δίοδος, στενό άνοιγμα («διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον τῶν πεντηκοντέρων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φαῦσις «φως, φωτισμός»].
Greek Monotonic
ὑπόφαυσις: ἡ (φαίνω), φως που ξεπροβάλλει μέσα από μια μικρή οπή, τρύπα, στενό άνοιγμα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὑπό-φαυσις, εως, φαίνω
a light showing through a small hole: a narrow opening, Hdt.