выскальзывать
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Russian > Greek
περιολισθαίνω, περιολισθάνω, ἐξολισθαίνω, ἐξολισθάνω, ἀπολισθαίνω, ἀπολισθάνω, ὑπεκρέω
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
περιολισθαίνω, περιολισθάνω, ἐξολισθαίνω, ἐξολισθάνω, ἀπολισθαίνω, ἀπολισθάνω, ὑπεκρέω