ἀπολισθαίνω

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

German (Pape)

[Seite 312] att. ἀπολισθάνω (s. ὀλισθάνω), abgleiten, ὅπως ἀπολισθάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶρ ἐπιβαλλομένη Thuc. 7, 65; οὐκ ἂν ἀπολίσθοι τρέχοντος, hinabfallen, Ar. Lys. 678; ἐκ τέγεος ἄελπτον ἀπωλίσθησε πέσημα Ep. ad. 463 (IX, 158); τῆς μνήμης, dem Gedächtniß entschlüpfen, Alciphr. 3, 11; εἴς τι, in etwas verfallen, Luc. enc. Dem. 12.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπολισθήσω, ao.2 ἀπώλισθον, pf. inus.
glisser hors de, échapper : τινός se dérober à une liaison avec qqn ; τοῦ ρ PLUT litt. faire un faux pas en prononçant le ρ, mal prononcer le ρ.
Étymologie: ἀπό, ὀλισθαίνω.

Spanish (DGE)

resbalar, deslizarse del agua de mar sobre aceite, Arist.Pr.961a27, (τὸ σπέρμα) ἂν μὲν οὖν λεῖα τὰ χείλη ᾖ ... ἀπολισθαίνει Arist.HA 583a16, c. gen. τὸ πνεῦμα τῆς λειότητος ἀπολισθαῖνον el viento al resbalar sobre la superficie alisada (engrasada), Arist. en Plu.2.914f, c. dat. (ναῦς) τοῖς ὕδασι Gr.Nyss.Hom.in Cant.341.10 (var.).

Russian (Dvoretsky)

ἀπολισθαίνω: атт. ἀπολισθάνω
1 выскальзывать, скользить (ἀ. καὶ οὐκ ἔχειν ἀντιλαβήν Thuc.);
2 соскальзывать, выскальзывать, сваливаться, Arph., Arst.;
3 ускользать, отделываться (τινός Plut.);
4 впадать, вовлекаться (εἰς τὰς τέρψεις Luc.);
5 быть косноязычным (τὸ Λ τοῖς ἀπολισθαίνουσι τοῦ Ρ ὑπόκειται Plut.).