ὑπεκρέω

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκρέω Medium diacritics: ὑπεκρέω Low diacritics: υπεκρέω Capitals: ΥΠΕΚΡΕΩ
Transliteration A: hypekréō Transliteration B: hypekreō Transliteration C: ypekreo Beta Code: u(pekre/w

English (LSJ)

A flow out from under, τὰ ὄρη Philostr.Im.1.12.
II metaph., pass away gradually, Pl.Smp. 203e; opp. προσέρχομαι, Arist.GC321b27, Plot.4.4.42; c. acc., τοὺς ἀμνήμονας ὑπεκρεῖ τὰ γιγνόμενα μετὰ τοῦ χρόνου Plu.Mar.46; of a person, ὑπεκρυεὶς τῆς σκηνῆς having slipped out of the tent, Id.Pomp.3.
2 waste away, νόσῳ, v.l. for ὑπορρέω, J.BJ1.33.2.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. ῥέω), darunter herausfließen, allmälig verfließen, vergehen, Plat. Conv. 203 e; auch heimlich herauskommen, ὑπεκρυεὶς τῆς σκηνῆς ἔλαθε Plut. Pomp. 3; vom Gedächtniß, ὑπεκρεῖ τί με, es entfällt mir Etwas, Mar. 46.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεκρυήσομαι, ao.2 ὑπεξερρύην;
s'écouler peu à peu ; fig. s'effacer de la mémoire ; avec un gén. : se glisser secrètement hors de.
Étymologie: ὑπό, ἐκρέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκρέω: досл. постепенно вытекать, перен. выскальзывать, уходить, исчезать: ὑπεκρυεὶς τῆς σκηνῆς ἔλαθε Plut. он тайком ушел из палатки; τὸ ποριζόμενον ὑπεκρεῖ Plat. то, что приобретается, уходит; τοὺς ἀμνημόνας ὑπεκρεῖ τὰ γινόμενα Plut. у забывчивых людей события (быстро) изглаживаются из памяти.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκρέω: μέλλ. -ρυήσομαι· ἀόρ. ὑπεξερρύην. Ἐκρέω κάτωθέν τινος, τὰ ὄρη Φιλόστρ. 782. ΙΙ. μεταφορ., παρέρχομαι κατὰ μικρόν, Πλάτ. Συμπ. 203Ε· ἀντίθετον τῷ προσέρχομαι, Ἀριστ. περὶ Γεν. κ. Φθορ. 1. 5, 22· ἐῶ τι ὑπεκρεῖν, ἀφίνω τι νὰ ἐκφύγῃ τοῦ νοῦ, Πλουτ. Μάρ. 46· ἐπὶ προσώπου, ὑπεκρυεὶς τῆς σκηνῆς, ἐξελθὼν λάθρᾳ κάτωθεν τῆς σκηνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 3. 2) φθείρω, καταστρέφω, νόσῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 33, 2.

Greek Monolingual

Α ἐκρέω
1. εκρέω από κάτω
2. (για πρόσ.) εξέρχομαι από κάτω («ὑπεκρυεὶς τῆς σκηνῆς», Πλούτ.)
3. παρέρχομαι βαθμιαία
4. μτφ. α) διαφεύγω
β) φθείρομαι, αφανίζομαι, καταστρέφομαι («τὸν βασιλέα ταῖς ἀθυμίαις ὑπεκρέοντα καὶ τῇ νόσῳ», Ιώσ.).

Greek Monotonic

ὑπεκρέω: μέλ. -ρυήσομαι, αόρ. βʹ ὑπεξερρύην· ξεχύνομαι κάτω από· μεταφ., σβήνω, πεθαίνω σιγά-σιγά, ψυχορραγώ, αργοσβήνω, αργοπεθαίνω, σε Πλάτ.· ξεγλιστρώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -ρυήσομαι aor2 ὑπεξερρύην
to flow out under:—metaph. to pass away gradually, Plat.: to slip out, Plut.